Το τελευταίο εξάμηνο βιώνουμε μία άνευ προηγουμένου «μιντιακή υστερία» σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους, τηλεοπτικά πάνελ αναλύουν συνεχώς πόσο πληρώνονται εδώ ή εκεί, πόσες ημέρες άδειας λαμβάνουν, τι ώρα πηγαίνουν, τι ώρα έρχονται και πάει λέγοντας. Την ίδια στιγμή διαλύονται δημόσιες επιχειρήσεις, εργαζόμενοι απολύονται, άλλοι τίθενται σε διαθεσιμότητα, υπηρεσίες καταργούνται ή συγχωνεύονται. Αν κανείς απομονώσει τον επικοινωνιακό θόρυβο και αναρωτηθεί αν τελικά χάνει ή κερδίζει η πραγματική οικονομία και κατά συνέπεια και η κοινωνία από όλα αυτά, δεν είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει αβίαστα σε κάποια ξεκάθαρη απάντηση.
Πέρα από το «θυμικό ρεφλέξ» περί προνομίων και πελατειακών λογικών των «αργόμισθων υπαλλήλων», σε απόλυτους αριθμούς η αλήθεια είναι αμείλικτη. Μία χαμένη θέση του δημοσίου τομέα ισοδυναμεί με δύο απολύσεις από τον ιδιωτικό τομέα. Μία κλειστή δημόσια επιχείρηση συνεπάγεται επιβάρυνση του δημόσιου προϋπολογισμού, από την αγορά των αντίστοιχων υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Και όλα αυτά χωρίς να λάβουμε υπόψη τις γενικότερες κοινωνικές συνέπειες της ύφεσης που επιφέρει η συρρίκνωση του κράτους και της δημόσιας υπηρεσίας.